- λευρός
- λευρός, -ά, -όν (Α)1. ομαλός, επίπεδος («λευρῷ ἐν χώρῳ», Ομ. Οδ.)2. λείος, στιλβωμένος («ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος», Πίνδ.)3. μτφ. απλός, απέριττος, λιτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το λεῖος].
Dictionary of Greek. 2013.